- πλινθηδόν
- πλινθηδόν, adv., nach Art, Gestalt eines Ziegels
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πλινθηδόν — brick fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθηδόν — ΜΑ μσν. (για είδος γραφής) με γράμματα διατεταγμένα σε μορφή επιμήκους ορθογωνίου αρχ. κατά τον τρόπο και το σχήμα πλίνθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πινακ ηδόν)] … Dictionary of Greek